- ευδαίμων
- -ον (ΑΜ εὐδαίμων, -ον)1. αυτός που έχει καλή τύχη, ο ευτυχής2. ο αληθινά ευτυχισμένος («εὐδαίμων βίος», Πλάτ.)3. ευκατάστατος, πλούσιος4. φρ. «εὐδαίμων Ἀραβία» — η εύφορη περιοχή τής Αραβίαςαρχ.το ουδ. ως ουσ.) τὸ εὔδαιμονη ευδαιμονία («τὸ εὔδαιμον τὸ ἐλεύθερον» — η αληθινή ευτυχία είναι η ελευθερία, Θουκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δαίμων «τύχη»].
Dictionary of Greek. 2013.